- χρυσάφια
- χρυσά̱φια , χρυσάφιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσάφι — το, Ν 1. ο χρυσός 2. (κατ επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. άφι(ον) (πρβλ. χωρ άφι)] … Dictionary of Greek